εὔπεμπτος

εὔπεμπτος
εὔπεμπτος,
A missilis, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εύπεμπτος — εὔπεμπτος, ον (Α) αυτός που στέλνεται ή αποπέμπεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεμπτός (< πέμπω «στέλλω»)] …   Dictionary of Greek

  • ευπέμπελος — εὐπέμπελος, ον (Α) η λ. μόν. στον Αισχύλ. αυτός που αποπέμπεται, που αποδιώχνεται εύκολα, που καθαιρείται, που καταπατείται εύκολα («αὗται, δηλ. αἱ Εὐμενίδες, ἔχουσι μοῑραν οὐκ εὐπέμπελον» έχουν τέτοιο αξίωμα, ώστε να μην αποπέμπονται εύκολα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”